πετρίτης

πετρίτης
ο
1. κοινή ονομασία του πουλιού πυρούλα.
2. είδος γερακιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πετρίτης — Άγονο νησί του Σαρωνικού, το νοτιοανατολικότερο των Διαπορίων. Λέγεται και Λιθού, παραφθορά της αρχαίας ονομασίας του (Λιθούσα). Με την ονομασία Π. αναφέρονται και τρία ακρωτήρια, ένα στη Σαλαμίνα, ένα στη Σύρο και ένα στη Γυάρο. * * * ο, ΝΜ 1.… …   Dictionary of Greek

  • γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • Parnass — Bild gesucht  BWf1 Höhe 2.455  …   Deutsch Wikipedia

  • Parnaß — f1 Parnass Höhe 2.455 m Lage Griechenland Geographische Lage …   Deutsch Wikipedia

  • αισάλων — (aesalon). Ονομασία αρπακτικού πτηνού που συγγενεύει με το γεράκι. Έχει ισχυρό ράμφος, κυρτό στην άκρη του και μακριές φτερούγες. Υπάρχουν δύο είδη α.: ο πετρίτης και ο περιστεροφάγος. Ο πρώτος ζει στην Ευρώπη και στη δυτική Ασία και ο δεύτερος… …   Dictionary of Greek

  • ερίθακος — ἐρίθακος, ὁ (AM) Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης) 2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα …   Dictionary of Greek

  • ιερακίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων. Περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα αρπακτικά ημερόβια πτηνά (αετός, ιέραξ, κίρκος, κιρκαετός, τριάρχης κ.ά.). Οι ι. έχουν αρκετά αγκιστρωτό ράμφος και, όπως συμβαίνει στα νυκτόβια κυρίως αρπακτικά, τα …   Dictionary of Greek

  • ξέβγα — το έξοδος («στα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα του πετρίτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής προστ. τού ξεβγαίνω, κατά τα έβγα, έμπα (πρβλ. ξέβαν)] …   Dictionary of Greek

  • πετριτάριος — ὁ, Μ αυτός που κρατάει τον πετρίτη κατά την ώρα τού κυνηγιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετρίτης «είδος γερακιού» + κατάλλ. άριος (πρβλ. ιερακ άριος)] …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Φωκάς — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 50 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασιάς. II Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου. 1. Μικρό νησί στην ανατολική παραλία της Επιδαύρου Λιμηράς, 8 μίλια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”